σιμωνίδειος

σιμωνίδειος
-α, -ο / σιμωνίδειος, -ον, ΝΑ [Σιμωνίδης]
αυτός που ανήκει ή επινοήθηκε από τον ποιητή Σιμωνίδη τού Κείου, ή που μοιάζει με τη στιχουργία και το ύφος του («σιμωνίδειο[ν] μέτρο[ν]» — μετρικό σχήμα που ονομάζεται και δακτυλεπίτριτος και έχει τη μορφή -∪-- / -∪∪-∪∪ ή, αντίστροφα, -∪∪-∪∪ / -∪--.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σιμωνίδειος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιμωνίδειον — Σιμωνίδειος of masc/fem acc sg Σιμωνίδειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιμωνίδεια — Σιμωνίδειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”